μαλακαίνω
Смотреть что такое "μαλακαίνω" в других словарях:
μαλακαίνω — (Μ) κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός, κατά τα σκληρός: σκληραίνω, λιγνός: λιγναίνω] … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek